- σοσόνι
- το(λ. γαλλ.), κοντή κάλτσα που φοριέται από τα μικρά παιδιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σοσόνι — και σπάν. τ. σωσσόνι, το, Ν 1. είδος υποδήματος 2. κοντή, συνήθως μάλλινη, πλεχτή κάλτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chausson «παντόφλα» (< ρ. chausser «φορώ παπούτσια» < λατ. calceus «παπούτσι»)] … Dictionary of Greek
Σοσόουν — και Σοσόνι, οι, Ν άκλ. εθνολ. ομάδα ινδιάνικων φύλων τής Βόρειας Αμερικής, από τα οποία έχουν απομείνει σήμερα 9.000 περίπου άτομα … Dictionary of Greek
σωσσόνι — το, Ν βλ. σοσόνι … Dictionary of Greek